- ἐμβραμένα
- ἐμβραμένα, ἡ, Sicil. for εἱμαρμένη, Sophr.119; cf. ἔμβραται· εἵμαρται, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐμβραμένα — ἐμβραμένᾱ , ἐμβραμένα fem nom/voc/acc dual ἐμβραμένᾱ , ἐμβραμένα fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)